- επιτόπιος
- -α, -ο (Α ἐπιτόπιος, -ον και ἐπιτόπιος, -α, -ον)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόπο, που γίνεται ή βρίσκεται στον ίδιο τόπο («επιτόπια έρευνα»).επίρρ...επιτοπίως και -α (AM ἐπιτοπίως)στον ίδιο τόπο όπου γίνεται, παράγεται ή βρίσκεται κάτιμσν.πάνω στον τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού ‘Αγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.